σταγόνα

σταγόνα
η / σταγών, -όνος, ΝΜΑ
1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν στον άδην», Κάλβ.
γ. «ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες», Αισχύλ.
δ. «ὡς ἐκ πέτρας ὑγρά ῥέουσα σταγών», Ευρ.
ε. «οἴνου χλωραὶ σταγόνες», Ευρ.
στ. «σταγόνας τε πίττης ἐκ λισσάδων λειβομένας», Στράβ.)
2. φρ. «κατά σταγόνες»
α) σταγόνα σταγόνα
β) σε πολύ μικρές δόσεις
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σταγόνες
αρχιτ. μικρά κωνικά ή κυλινδρικά κοσμήματα κάτω από το γείσο οικοδομήματος
2. φρ. α) «μαύρη σταγόνα»
αστρον. φαινόμενο που παρατηρείται κατά τις διαβάσεις τών πλανητών Ερμή και Αφροδίτης μπροστά από τον δίσκο τού Ηλίου
β) «αιωρούμενη σταγόνα»
(μικρβλ.) σταγόνα υγρού τού οργανισμού, συνήθως τού αίματος, που προορίζεται για μικροσκοπική εξέταση
γ) «σταγόνα στον ωκεανό» — συγκριτικά ασήμαντο γεγονός
δ) «δεν έμεινε ούτε σταγόνα» — εξαντλήθηκε κάτι τελείως, δεν έμεινε τίποτε
αρχ.
(κατά τον Τίμ.) «ὀρείχαλκος ἢ ἄσπρον χάλκωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σταγ- τού στάζω* (πρβλ. αόρ. ἐστάγην) + επίθημα -ών (πρβλ. τρύζω: τρύγων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταγόνα — η 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταλαματιά: Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν το τζάμι του παράθυρου. 2. μτφ., μικρή ποσότητα, ασήμαντο γεγονός; Δεν έμεινε σταγόνα. – Σταγόνα στον ωκεανό. 3. πληθ. σταγόνες, οι είδος κοσμήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταγόνα — σταγών drop fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

  • στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… …   Dictionary of Greek

  • στάζω — έσταξα, στάχτηκα, σταγμένος 1. μτβ., και αμτβ., χύνω ή πέφτω σταγόνα σταγόνα: Μου έσταξες λάδι στο πουκάμισο. – Στάζει αίμα η πληγή. – Στάζει ο ιδρώτας από το μέτωπό του. 2. για κάτι που περιέχει μέσα του ένα υγρό που χύνεται σταγόνα σταγόνα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων …   Dictionary of Greek

  • επιφανειακή τάση — Το έργο που δαπανάται προκειμένου να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις που ασκούνται σε ένα μόριο, το οποίο βρίσκεται μέσα σε υγρό, και να αυξηθεί κατά μία μονάδα το εμβαδόν της επιφάνειας σε σταθερή θερμοκρασία. Ένα μόριο που βρίσκεται στο εσωτερικό… …   Dictionary of Greek

  • Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην …   Dictionary of Greek

  • απολείβω — ἀπολείβω (Α) [λείβω] στάζω σταγόνα σταγόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”